Μακεδονίζοντες

Μακεδονίζοντες
Μακεδονίζω
to be on the Macedonian side
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακεδονίζω — (Α μακεδονίζω) [Μακεδονία] μιλώ τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ οἶδα πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», Αθήν.) αρχ. ανήκω στη φιλομακεδονική μερίδα, είμαι με το μέρος τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ ἦσαν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”